ξαναγκαλιάζω

ξαναγκαλιάζω
1. αγκαλιάζω ξανά
2. μέσ. ξαναγκαλιάζομαι
συμπλέκομαι πάλι («'ράσσου, ξαναγκαλιάζουνται, ξαναχτυπούσι πάλι και γεις τον άλλον ήπασκε χάμαι στη γη να βάλει», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”